π. Iωάννης Ζηζιούλας
Aπόσπασμα από τις σελίδες (70-87)
1. Αντιλήψεις περί δημιουργίας κατά τους πρώτους αιώνες
«Δημιουργία» είναι ένας όρος, τον οποίο η χριστιανική θεολογία από την αρχή βρήκε κατάλληλο, για να αναφερθεί στην αρχή αυτού τού κόσμου. Πρόκειται για έναν όρο, που δείχνει ότι ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε, είναι έργο κάποιου ? είναι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης προσωπικής αίτιας. Ο συνήθης ελληνικός όρος για τη δήλωση της αρχής του κόσμου είναι δημιουργία, αν και οι χριστιανοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων, για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε παρακάτω, προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο κτίση ? μια λέξη που φέρνει στο νου μας εικόνες κατασκευής και ανεγέρσεως οικοδομής.
Η άποψη ότι ο κόσμος είναι «δημιουργία» κάποιου δεν ήταν καθόλου ιουδαϊκο-χριστιανική επινόηση. Η ιδέα ότι ο κόσμος ήταν δημιούργημα κάποιου δημιουργού ήταν ευρύτατα διαδεδομένη την εποχή της εξάπλωσης τού Χριστιανισμού, και αυτό που η Εκκλησία έπρεπε να κάνει δεν ήταν τόσο πολύ να επιμείνει σ? αυτήν, όσο να εξηγήσει τον τρόπο, με τον οποίο εκείνη την εννοούσε. Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν ακόμα μερικοί άθεοι τον πρώτο και δεύτερο αιώνα μ.Χ., οι οποίοι ή θεωρούσαν τον κόσμο αποτέλεσμα κάποιων φυσικών νόμων και ήταν ικανοποιημένοι μ? αυτή την εξήγηση (τέτοιοι ήταν οι «φυσιολόγοι», τους οποίους, παλαιότερα ο Πλάτων είχε στο νου του, όταν προέβλεπε γι? αυτούς σκληρές τιμωρίες στους Νόμους του) ή, όπως οι Επικούριοι, απέδιδαν την ύπαρξη τού κόσμου σε καθαρή σύμπτωση. Αλλά όλοι αυτοί ήταν αμελητέοι, σχεδόν περιθωριοποιημένοι, μέσα στο διανοητικό περιβάλλον, στο οποίο βρέθηκε η πρώτη Εκκλησία, και ακριβώς γι? αυτό το λόγο οι χριστιανοί συγγραφείς δεν φαίνεται να ασχολούνται πολύ μ? αυτούς. Οι βασικές αντιλήψεις περί δημιουργίας, τις οποίες η Εκκλησία αντιμετώπισε, και από τις οποίες έπρεπε να διαχωρισθεί, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Η μία ήταν η Γνωστική ερμηνεία της δημιουργίας, και η άλλη ήταν αυτή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Πλατωνική ή κλασσικά ελληνική φιλοσοφική άποψη. Σ? αυτές τις δύο απόψεις θα στραφούμε, για να δούμε με συντομία με ποιο τρόπο η χριστιανική αντίληψη περί δημιουργίας διαμορφώθηκε στην πρώιμη εκείνη περίοδο.
Ο Γνωστικισμός πίστευε ότι ο κόσμος, στον οποίο ζούμε, είναι τόσο διαποτισμένος με το κακό, τον πόνο, τη θλίψη κ.λ.π., ώστε είναι αδύνατο να έχει δημιουργηθεί από το Θεό Πατέρα, τού οποίου η αγαθότητα ουδέποτε θα επέτρεπε να δημιουργηθεί ένας τέτοιος κόσμος. Έτσι, για να απαλλάξουν το Θεό Πατέρα από κάθε ευθύνη για το κακό, που υπάρχει στον κόσμο, οι Γνωστικοί αποδίδουν τη δημιουργία τού κόσμου σε κατώτερους μεσάζοντες μεταξύ τού Θεού Πατέρα και τού κόσμου. Αυτός ονομάστηκε «δημιουργός» και θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη δημιουργία τού κόσμου.
Ό Γνωστικισμός πίστευε ότι η δημιουργία είναι κακή εξ ορισμού και δεν υπάρχει κανένας λόγος να σωθεί, ειδικά όσον αφορά στην υλικότητά του. Σύμφωνα με κάποιο γνωστικό μύθο, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε προτού να δημιουργηθεί ο υλικός κόσμος, και η παρούσα υλική σύσταση της ύπαρξής του προκάλεσε την πτώση του. Η σωτηρία επιτυγχάνεται με τη γνώση (γι? αυτό και ονομάστηκε η αίρεση αυτή «Γνωστικισμός»), μια μυστική γνώση της αλήθειας, που δίδασκαν οι δάσκαλοι των Γνωστικών σχολών. Μόνο με τη φυγή από το χρόνο και το χώρο μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος. Η φροντίδα για τον υλικό κόσμο είναι το πιο παράλογο και αμαρτωλό πράγμα που υπάρχει. Όσο πιο γρήγορα απαλλαγεί κανείς από τον υλικό κόσμο τόσο καλύτερα.
Είναι σε όλους γνωστό ότι η Εκκλησία πήρε αρνητική θέση απέναντι στο Γνωστικισμό. Μεγάλοι θεολόγοι της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα ο Άγιος Ειρηναίος, επίσκοπος της Λυών στο τέλος του 2ου αιώνα, έγραψαν πραγματείες εναντίον των Γνωστικών. Το αποτέλεσμα αυτής της αντι-Γνωστικής πολεμικής ήταν να διατυπωθούν αλήθειες, που περιλήφθηκαν στα βαπτισματικά Σύμβολα της πίστεως στις τοπικές Εκκλησίες, και που τελικά αποτέλεσαν τα άρθρα τού Συμβόλου της Πίστεως, που χρησιμοποιούμε σήμερα στη λατρεία. Μ? αυτά τα άρθρα πίστεως ομολογούμε ότι ο Θεός Πατέρας δημιούργησε τον υλικό κόσμο («Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα? ποιητήν ουρανού και γης»), και κατά συνέπεια ο υλικός κόσμος («ορατών τε και αοράτων») είναι «καλός λίαν», αφού έγινε από τον ίδιο τον Θεό Πατέρα. Το κακό είναι φυσικά ένα πρόβλημα. Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος είναι κακός εκ φύσεως, και ότι δεν είναι δημιούργημα του Θεού. Η Εκκλησία, λοιπόν, έπρεπε να βρει άλλους τρόπους να εξηγήσει την παρουσία τού κακού, χωρίς να την αποδίδει ούτε στον Θεό ούτε στον υλικό κόσμο. Γι? αυτό το θέμα θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε περισσότερα αργότερα.
Αυτά για τους Γνωστικούς, οι οποίοι εισήγαγαν ένα χάσμα ανάμεσα στο Θεό και τη Δημιουργία. Ο Πλατωνισμός και η επικρατούσα την εποχή εκείνη κλασσική ελληνική σκέψη πήραν την εντελώς αντίθετη θέση. Γι? αυτούς όχι μόνο το χάσμα ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο στένευε σε σημείο που συχνά εξαφανιζόταν τελείως, αλλά ο κόσμος διαποτιζόταν από τη θεία παρουσία σε όλα τα σημεία του. «Όλα είναι γεμάτα από θεούς». Μερικοί ταύτιζαν τον κόσμο με το Θεό σε τέτοιο σημείο, ώστε δεν χρειαζόταν κάποιο δόγμα για τη δημιουργία. Άλλοι, όπως ο Πλάτων, πίστευαν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από κάποιον, τον οποίον ο ίδιος ονόμαζε Πατέρα, ή Νου, ή Δημιουργό, και ο οποίος έκανε τον καλύτερο κατά το δυνατόν κόσμο ? σίγουρα, όχι τον εντελώς τέλειο, δεδομένου ότι είναι ένας κόσμος φτιαγμένος από ύλη και περιορισμένος στο χώρο, δύο πράγματα που αναπόφευκτα περιόριζαν το δημιουργό. Έτσι ο υλικός κόσμος, κατά την πλατωνική άποψη, είναι καλός και όμορφος, όμως μόνο μέχρι τού σημείου, που συμμετέχει στην απόλυτη αγαθότητα και ομορφιά, που βρίσκεται έξω από τον υλικό κόσμο, στον κόσμο των ιδεών, στον οποίο μπορούμε να φτάσουμε μέσα από το στοχασμό και τη διανοητική κάθαρση, σε μια ανοδική πορεία από τον αισθητό κόσμο στον πνευματικό και ιδεατό. Ο καθαρός Πλατωνισμός πήρε θετική θέση απέναντι στον υλικό κόσμο σαν μέσο που μας προσφέρει την κλίμακα, για ν? ανέβουμε ψηλότερα. Ο Νεοπλατωνισμός λίγο αργότερα έδειξε δυσπιστία στον υλικό κόσμο, και τον αντιμετώπισε αρνητικά.
Η Εκκλησία δεν αντέδρασε στον Πλατωνισμό με τον ίδιο πολεμικό τρόπο, που βλέπομε ότι αντέδρασε στον Γνωστικισμό. Φάνηκε να της αρέσει η ιδέα ότι ο κόσμος αποδίδεται σε κάποιο «δημιουργό» (ονομαζόμενο μάλιστα από τον Πλάτωνα «Πατέρα») και μερικοί από τους μεγαλύτερους θεολόγους της, όπως είναι ο Άγιος Ιουστίνος τον δεύτερο αιώνα, φαίνεται να υπερασπίζονται τον Πλατωνισμό σε όλα σχεδόν τα θέματα, και ιδιαίτερα στο θέμα της δημιουργίας. Όμως θα ήταν λάθος να νομίσει κανείς ότι η Εκκλησία των πρώτων αιώνων είχε δεχτεί την πλατωνική ή την αρχαία ελληνική άποψη περί κόσμου, γιατί οι διαφορές ήταν πολύ βαθειές και σχετίζονται άμεσα με το θέμα, που συζητούμε στη σειρά αυτών των ομιλιών. Ας τις εξετάσουμε με συντομία.
2. Δημιουργία με κάποια «αρχή»
Αν ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στα θέματα τα σχετικά με τη δημιουργία, που χώριζαν την Εκκλησία από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πιθανόν να εντοπίσουμε την καρδιά τού προβλήματος και την κρίσιμη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο στο ερώτημα αν ο κόσμος είχε κάποια αρχή η όχι. Αυτό το ερώτημα, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε σ? αυτή την ομιλία, έχει συνέπειες που φτάνουν τόσο μακριά, ώστε θα μπορούσε κανείς να πει ότι συνιστούν μία από τις πιο σπουδαίες πλευρές της σχέσεως ανάμεσα στη χριστιανική Θεολογία και στο οικολογικό πρόβλημα.
Ότι ο κόσμος είχε κάποια αρχή, με την απόλυτη έννοια, φαινόταν εντελώς ανόητο και παραλογισμός για όλους τους σκεπτόμενους αρχαίους Έλληνες. Όπως ο καθηγητής Richard Sorabji, στη γνωστή μελέτη του «Χρόνος, Δημιουργία και Συνέχεια» υπογραμμίζει, η άποψη πως το σύμπαν είχε κάποια αρχή «απορρίφθηκε στην αρχαία. Ελλάδα απ? όλους όσοι ήταν έξω από την ιουδαϊκο-χριστιανική παράδοση». Για όλους τους αρχαίους Έλληνες ο κόσμος ήταν αιώνιος. Μπορεί κάποιος να πει πως ο Πλάτων στον Τίμαιο (τον περίφημο διάλογο του, που έχει σχέση με τη δημιουργία) δέχεται την ιδέα της αρχής στη δημιουργία, αλλά το γεγονός είναι ότι αυτή η αρχή, όπως όλες οι θεωρίες περί αρχής στην αρχαία ελληνική σκέψη, δεν ήταν απόλυτη, αφού προϋπέθετε πάντοτε κάτι, από το οποίο ο κόσμος (η κάθε τι το υλικό) δημιουργήθηκε. Στην περίπτωση τού Πλάτωνα (στον Τίμαιο) αυτό το προϋποτιθέμενο «κάτι», που χρησιμοποίησε ο δημιουργός, για να κάνει τον κόσμο, ήταν η ύλη, οι ιδέες και ο χώρος. Όλα αυτά όμως περιορίζουν την ελευθερία του δημιουργού. Επομένως η δημιουργία ήταν άναρχη, και παρά το ότι τα επιμέρους όντα μπορεί να πει κανείς ότι έχουν αρχή, ο κόσμος σαν ολότητα δεν είχε αρχή.
Η Εκκλησία και οι Πατέρες πήραν αρνητική στάση ως προς αυτή τη θεωρία. Πίστευαν ότι περιοριζόταν η ελευθερία τού Θεού κατά τη δημιουργία, αφού σ? αυτήν ο Θεός είχε να κάνει με προ-υπάρχουσα ύλη και άλλους περιορισμούς. Κάτι τέτοιο έκανε τον Θεό και τον κόσμο να συνυπάρχουν αιώνια, κατά κάποιον τρόπο.
Έπρεπε λοιπόν, να τροποποιήσουν τον Πλατωνισμό σ? αυτό το θέμα, αν ήθελαν να παραμείνουν κατά κάποιο τρόπο «Χριστιανοί Πλατωνικοί». Τέτοια τροποποίηση είχε ήδη γίνει από αυτό που oνομάζουμε «Μέσο-Πλατωνισμό» (οι Πλατωνικές σχολές των δύο πρώτων αιώνων μ.Χ., πριν εμφανιστεί ο Νεοπλατωνισμός τον τρίτο αιώνα) και με τον περίφημο Ιουδαίο φιλόσοφο της Αλεξάνδρειας τον πρώτο μ.Χ. αιώνα, τον Φίλωνα. Η τροποποίηση περιλάμβανε την απόρριψη της ιδέας ότι η ύλη δεν δημιουργήθηκε από το Θεό, και την πρόταση ότι οι ιδέες τού Πλάτωνα, βάσει των οποίων ο Θεός έδωσε μορφή στη δημιουργία, ήταν σκέψεις στο νου τού Θεού. Αυτή η τροποποίηση απομάκρυνε κατά ένα μεγάλο μέρος, τις πιο προκλητικές για τη χριστιανική σκέψη πλευρές τού πλατωνικού δόγματος περί δημιουργίας, αλλά ακόμα έμειναν αρκετά που έκαναν τον Πλατωνισμό απαράδεκτο από την Εκκλησία σ? αυτό το θέμα. Πού βρισκόταν το πρόβλημα;
Το αληθινό πρόβλημα φανερώθηκε, όταν οι χριστιανοί Πλατωνικοί, όπως ο Ωριγένης στην Αλεξάνδρεια (τρίτος αιώνας) εξέθεσε τη θεωρία μιας αιώνιας δημιουργίας με βάση την πίστη, που αναφέραμε παραπάνω (ότι δηλαδή οι ιδέες η οι λόγοι, βάσει των οποίων δημιουργήθηκε ο κόσμος, ήταν στη σκέψη τού Θεού), και προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα «Πώς θα μπορούσε ο Θεός να είναι αιώνια παντοδύναμος, αν δεν είχε κάποιο κόσμο, πάνω στον οποίο να ασκεί τη δύναμή του;» Αυτό, όχι μόνο οδήγησε τον Ωριγένη στη θεωρία, που επίσημα καταδικάστηκε από την Εκκλησία λίγους αιώνες μετά, ότι οι ψυχές προϋπήρχαν αιώνια, αλλά επίσης έδειξε καθαρά τους κινδύνους, που ενυπήρχαν σε κάθε δόγμα περί δημιουργίας, το οποίο δεν προϋπέθετε μια ριζική και απόλυτη αρχή. Όπως το τοποθετεί ο αείμνηστος π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, το δόγμα τού Ωριγένη για τη δημιουργία υπονοούσε ότι δίπλα στο Θεό υπήρχε πάντα, αιώνια ένα μη-εγώ, ένας μη-Θεός, πράγμα που σήμαινε ότι ο Θεός ήταν δημιουργός εξ ανάγκης, και όχι εξ ελευθερίας: αν δεν δημιουργούσε τον κόσμο δεν θα ολοκληρωνόταν ως Θεός, δεν θα ήταν Θεός. Η έννοια τού Θεού και η έννοια του κόσμου εφάπτονται μεταξύ τους μ? αυτόν τον τρόπο, και η ειδωλολατρία κάνει έτσι την εμφάνιση της, μεταμφιεσμένη σε χριστιανικό δόγμα.
Έτσι, η ιδέα ότι ο κόσμος έχει κάποια αρχή έπρεπε να γίνει δεκτή κατά τρόπο απόλυτο. Αλλά πώς μπορούσε αυτή η απόλυτη έννοια να περιγραφεί; Και πως μπορούσε να έχει νόημα και να μην οδηγήσει σε παραλογισμό, όπως πίστευε η αρχαία ελληνική σκέψη; Και πάνω απ? όλα πώς μια τέτοια ιδέα απόλυτης αρχής επηρεάζει την ύπαρξή μας στον κόσμο αυτό και, τελικά, την τύχη τού κόσμου; Αυτά είναι ερωτήματα, στα οποία θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας.
3. Δημιουργία «εκ του μηδενός»
Η ιδέα ότι ο κόσμος είχε μια απόλυτη αρχή θα μπορούσε να διατυπωθεί μόνο με την έκφραση: ο κόσμος δημιουργήθηκε «εκ τού μηδενός», ex nihilo. Αλλά τι σημαίνει «μηδέν» στην περίπτωση αυτή; Μπορεί να γίνει κάτι από το τίποτε; Οι αρχαίοι Έλληνες απαντούν κατηγορηματικά: όχι. Οι Χριστιανοί έπρεπε να βρουν τρόπους να κάνουν πειστική αυτή τη διατύπωση. Μερικοί απ? αυτούς τους τρόπους δεν εξασφάλιζαν πάντα τον απόλυτο χαρακτήρα τού «μηδενός», αλλά υπέκυπταν έμμεσα στη λογική της ελληνικής σκέψεως, η οποία δεν μπορούσε να δεχτεί αυτή την ιδέα, και την έβρισκε παράλογη. Ήδη στους Νεοπλατωνικούς συναντάμε μια τέτοια αντίληψη της δημιουργίας «εκ του μηδενός», αλλά αυτοί τη δέχονταν με την έννοια ότι η άναρχη δημιουργία θα μπορούσε να γίνει από τον Θεό, χωρίς να προέλθει από κάτι. Ο Θωμάς Ακινάτης τον Μεσαίωνα έδωσε νόημα στο «μηδέν», που το θεωρεί, λίγο-πολύ, σαν μια πηγή, από την οποία προήλθε η δημιουργία. Ενώ ο Karl Barth στην εποχή μας ? αν μελετηθεί προσεκτικά ? φαίνεται να δέχεται το «μηδέν» σαν ένα είδος κενού, το οποίο απέκρουσε προαιώνια ο Θεός προς χάριν τού Ιησού Χριστού, «εν τω οποίω και δια του οποίου» δημιούργησε τον κόσμο.
Όλες αυτές οι ερμηνείες για τη δημιουργία «εκ του μηδενός» δεν θα πρέπει να ταυτισθούν με αυτά που ο Άγιος Ειρηναίος και οι άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας εννοούσαν, όταν χρησιμοποιούσαν αυτή την έκφραση. Σκοπός τους ήταν τότε να διευκρινίσουν ότι τίποτε απολύτως δεν υπήρχε πριν από τη δημιουργία. Κανένα απολύτως γεγονός, εκτός από την ελεύθερη θέληση του Θεού, δεν υπήρχε ούτε συνετέλεσε, με οποιονδήποτε τρόπο, στη δημιουργία τού κόσμου.
Για να γίνει κατανοητό αυτό το «εκ τού μηδενός», οι αρχαίοι χριστιανοί θεολόγοι έπρεπε να ξεκαθαρίσουν ένα σημείο: ο χρόνος και ο χώρος είναι πράγματα που αρχίζουν να υπάρχουν μαζί με τη δημιουργία. Δεν έχει κανένα νόημα το ερώτημα: «τι έκανε ο Θεός πριν από τη δημιουργία;», αφού δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως το «πριν» ή το «μετά» μέχρι να εμφανισθεί η δημιουργία. Ο χρόνος και ο χώρος είναι έννοιες, που έχουν σχέση με την «αρχή» και ο,τιδήποτε δεν είχε αρχή δεν μπορούσε να μετρηθεί με τέτοια μέτρα. Έτσι, φαίνεται πως με την αποβολή τής θέσεως ότι ο κόσμος είχε μια αρχή, οι χριστιανοί αναζητούσαν κάποια έννοια τού χρόνου, βάσει της οποίας:
α) ο χρόνος να είναι δεμένος οργανικά με το χώρο ? κάτι που ο Πλατωνισμός, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε να δεχτεί
και β) να χαρακτηρίζει αποκλειστικά τον κτιστό κόσμο ? όπως συμβαίνει επίσης στην περίπτωση τού χώρου ? και μαζί, χρόνος και χώρος, να διαποτίζουν και να επηρεάζουν αποφασιστικά την ύπαρξη ολοκλήρου τού σύμπαντος.
Επομένως, δεν υπάρχει τρόπος για τον κόσμο να αποδράσει από το χώρο και το χρόνο ή από την προϋπόθεση της «αρχής», η οποία καθορίζει όλα τα όντα τού κόσμου. Τα δημιουργήματα εξ ορισμού υπάγονται σ? αυτές τις συνθήκες, oι οποίες όχι μόνο σημαδεύουν τη διαφορά ανάμεσα στο Θεό και στον κόσμο, στα κτιστά και τα άκτιστα όντα, αλλά καθορίζουν επίσης τον κόσμο υπαρξιακά. Ακριβώς σ? αυτές τις υπαρξιακές συνθήκες τών όντων, που δημιουργήθηκαν «εκ τού μηδενός», θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας, γιατί έχουν άμεση σχέση με το θέμα μας.
Τι σημαίνει υπαρξιακά ότι δημιουργηθήκαμε «εκ τού μηδενός»; Πώς «βιώνει» ο κόσμος το γεγονός ότι είχε κάποια αρχή; Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε με συντομία στο ερώτημα αυτό τονίζοντας τα εξής σημεία:
(α) Αν πάρουμε τον κόσμο σαν μια «ολότητα», σαν μια οντότητα καθεαυτή ? πράγμα που μπορούμε να κάνουμε, αν τον θεωρούμε πεπερασμένο και εντελώς άλλον από τον Θεό ? τότε το γεγονός ότι ο κόσμος έχει κάποια αρχή μας αναγκάζει να βάλουμε μια οροθετική γραμμή, ένα σημείο εκκινήσεως, τουλάχιστον στην αρχή του. Ένα κλασσικό λογικό αξίωμα θα μας υποχρέωνε να βάλουμε μια οροθετική γραμμή, ένα σημείο στάσεως, στο τέλος επίσης, γιατί σύμφωνα μ? αυτό το αξίωμα, ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος. Αλλά και αν ακόμα παραμερίσουμε αυτό το αξίωμα, η ιδέα τού πεπερασμένου, που συνδέεται εξ ορισμού με το κτιστό, σημαίνει ότι στην ίδια την έννοια τού κτιστού βρίσκεται, μαζί με την ιδέα της αρχής και η ιδέα τού τέλους. Όλα αυτά σημαίνουν ότι το κτιστό αυτό καθεαυτό (η προϋπόθεση τούτη είναι αποφασιστικής σπουδαιότητας, όπως θα δούμε, γιατί τα πράγματα είναι διαφορετικά στην περίπτωση, που δεν πάρουμε το κτιστό «καθεαυτό») αποτελεί μια οντότητα περιτριγυρισμένη και εξαρτημένη από το μηδέν: προήλθε από το μηδέν και θα επιστρέψει στο μηδέν.
Ονομάσαμε αυτή τη συνέπεια της δημιουργίας «υπαρξιακή», όχι γιατί έχουμε υπόψη μας κάποιες συγκεκριμένες φιλοσοφικές σχολές που ονομάζονται έτσι, αλλά γιατί δεν υπάρχει πραγματικά άλλος τρόπος να μιλήσουμε για το σύμπαν, παρά μόνο όταν κατά κάποιο τρόπο το προσωποποιήσουμε και τού αποδώσουμε κατηγορίες προερχόμενες από την εμπειρία μας. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να αποφύγουμε να συνδέσουμε την εξαφάνιση κάποιου όντος με την εμπειρία τού θανάτου η το αντίθετο, να συνδέσουμε το θάνατο με τον αφανισμό και την απώλεια κάποιου όντος. Αν το σύμπαν νοηθεί σαν μια ορισμένη πεπερασμένη οντότητα, αυτή η ίδια η δυνατότητα της κατανοήσεως και «συλλήψεως» του από το νου μας υπονοεί την τοποθέτηση ενός είδους οροθετικής γραμμής γύρω του. Αλλά οι οροθετικές γραμμές, που επιτρέπουν τη διανοητική «σύλληψη», συνεπάγονται υπαρξιακά την εμπειρία τού «πριν» και τού «μετά», την εμπειρία της αρχής και τού τέλους αυτού που κατανοούμε και «συλλαμβάνουμε», δηλαδή κάτι ανάλογο με την εμπειρία της γεννήσεως και τού θανάτου του. Έτσι ο κόσμος, έχοντας απόλυτη αρχή, κρέμεται στο κενό, και δεν μπορεί να αποφύγει την απειλή τού θανάτου. Το σύμπαν δεν είναι αιώνιο ούτε ως προς την αρχή ούτε ως προς το τέλος του. Είναι θνητό, και η θνητότητα, σ? αυτή την περίπτωση, είναι τόσο απόλυτη όσο και η έννοια τού όρου «μηδέν» ? σημαίνει τον ολικό αφανισμό.
(β) Αν δεν πάρουμε τον κόσμο σαν ολότητα, σαν μια οντότητα καθεαυτή, αλλά κοιτάξουμε στο εσωτερικό του, δηλαδή σε ό,τι συμβαίνει, θα λέγαμε, μέσα του (στα επιμέρους), θα παρατηρήσουμε τις ίδιες ακριβώς συνέπειες της «εκ τού μηδενός» δημιουργίας. Όπως ακριβώς ο κόσμος στην ολότητα του είχε κάποια αρχή, έτσι και κάθε ένα ξεχωριστό ον αυτού τού κόσμου, εξαρτάται από μια αρχή, η οποία το απειλεί με αφανισμό. Η χωρο-χρονική δομή τού σύμπαντος «βιώνεται» από όλα και από όλους μέσα σ? αυτόν τον κόσμο ως ο τρόπος, με τον οποίο τα όντα αποχτούν το «είναι» τους και συγχρόνως το «μη είναι» τους. Ο πατέρας μου ήταν ενωμένος μαζί μου δια μέσου τού χρόνου, και δια μέσου τού ίδιου χρόνου χωρίστηκε από μένα με το θάνατο του.
Ο ίδιος χώρος, που με ενώνει μαζί σας την στιγμή αυτή, με χωρίζει από εσάς. Τα όντα ενώνονται και χωρίζουν με τα ίδια μέσα. Χώρος και χρόνος είναι αποκλειστικά χαρακτηριστικά τού κτιστού, και αυτό αφορά σε κάθε ένα κτίσμα, για το οποίο μπορούμε να πούμε πως έχει δική του ταυτότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει κτιστό ον χωρίς χώρο και χρόνο, και αυτό ? εκτός αν ο χώρος και ο χρόνος υπήρχαν πάντοτε, δηλαδή εκτός αν όλα ήταν άναρχα ? αποδεικνύει όλα τα κτιστά τελικά «μη όντα».
Θα μπορούσε, λοιπόν, να πει κανείς ότι το μηδέν, από το οποίο προήλθε ο κόσμος, διαπερνάει και επηρεάζει κάθε μια ύπαρξη στο σύμπαν. Ο θάνατος έρχεται ως απειλή επανόδου στο μηδέν, από το οποίο προήλθε ο κόσμος, παρά το γεγονός ότι νέες οντότητες μπορεί να προέλθουν από τις παλιές που πέθαναν. Διότι ούτε το γεγονός ότι τα είδη αναπαράγονται μπορεί να μεταβάλει το γεγονός ότι ένας συγκεκριμένος πρόγονος Α δεν υπάρχει πλέον ως ιδιαίτερη ταυτότητα μετά το θάνατο του, ούτε ? ακόμα χειρότερα ? η επάνοδος ενός πτώματος στη γη «εξ ης ελήφθη», για να μεταβληθεί σε βασικά χημικά συστατικά για τη σύσταση, άλλων όντων, μπορεί να αποτελέσει παρηγοριά για το θάνατο ενός συγκεκριμένου όντος. Ο θάνατος σημαίνει τον αφανισμό, ακριβώς γιατί ο κόσμος προερχόμενος από το μηδέν, με το οποίο είναι διαποτισμένος, δεν κατέχει καμιά δύναμη από τη φύση του να ξεπεράσει το μηδέν.
Ο Πλάτων έπρεπε να χρησιμοποιήσει την ιδέα της αθανασίας σαν φυσικό χαρακτηριστικό της ψυχής, για να εξασφαλίσει την υπέρβαση τού θανάτου στο σύμπαν. Ο Αριστοτέλης, αφού αρνήθηκε μέχρις ενός σημείου αυτή την πίστη τού δασκάλου του, έπρεπε να βασισθεί στην αθανασία τού είδους δια μέσου της αναπαραγωγής, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα τού θανάτου. Με τους τρόπους αυτούς ο κόσμος ως ολότητα θα μπορούσε να πετύχει την αθανασία, αλλά δυστυχώς, σε βάρος των συγκεκριμένων όντων. Αλλά ο Χριστιανός; Τι θα μπορούσε να κάνει ο Χριστιανός για να εξασφαλίσει την υπέρβαση τού θανάτου ως απειλή αφανισμού των συγκεκριμένων όντων, αφού δεν υπάρχει αιώνιο και αθάνατο στοιχείο στη φύση των κτιστών, δεδομένου ότι όλα τα κτιστά όντα ? περιλαμβανομένων των ψυχών, τού είδους και της ύλης ? είχαν κάποια αρχή; Είναι τραγικό, αλλά μια και αποδεχθήκαμε το δόγμα της δημιουργίας «εκ τού μηδενός», δεν θα μπορέσουμε να βρούμε κάτι σ? αυτό τον κόσμο, που να μην είναι στη φύση του θνητό και ? αυτό είναι πολύ πιο σπουδαίο ? δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το θάνατο σαν κάτι λιγότερο από τη φορά προς, τον ολοκληρωτικό αφανισμό. Εδώ βρίσκουμε τα λόγια τού Unamuno, πολύ αποκαλυπτικά:
όταν μου έδειχναν τις πιο εντυπωσιακές εικόνες της κολάσεως,
γιατί ακόμα και τότε τίποτε δεν μου φαινόταν τόσο φρικιαστικό όσο το μηδέν».
Αυτά τα λόγια μπορεί εύκολα να θεωρηθούν σαν μια καθαρά ψυχολογική αντιμετώπιση τού θέματος, τού θανάτου, και έτσι να απορριφθούν από την καθαρή διανόηση. Αλλά η ψυχολογική πλευρά του θανάτου ? που μπορεί η όχι να παίξει κάποιο σπουδαίο ρόλο ανάλογα με τον άνθρωπο και τη διάθεση του τη συγκεκριμένη στιγμή ? δεν είναι το μόνο πράγμα, στο οποίο παραπέμπουν τα λόγια αυτά του Unamuno. Αυτά τα λόγια μεταφέρουν πιστά το μήνυμα της χριστιανικής θεολογίας, ότι ο κόσμος ως ολότητα ? όπως και τα επιμέρους όντα αυτού τού κόσμου ? τελούν κάτω από την απειλή τού μηδενός, γιατί δημιουργήθηκαν «εκ τού μηδενός» με την απόλυτη έννοια της λέξεως «μηδέν». Ο κόσμος δεν έχει μέσα του φυσική δύναμη, που θα μπορούσε να τον κάνει να ξεπεράσει αυτή την κατάσταση. Γιατί, αν αυτό γινόταν, τότε θα ήταν αθάνατος και αιώνιος εκ φύσεως. Δεν θα είχε αρχή με την απόλυτη έννοια, όπως πολύ σωστά παρατήρησαν οι αρχαίοι Έλληνες. Ένας Χριστιανός που επιθυμεί να έχει και τα δύο, και το δόγμα της «εκ του μηδενός» δημιουργίας και την πίστη ότι ο κόσμος κατέχει στη φύση του κάποια μέσα για αιώνια ύπαρξη, καταντά αναπόφευκτα λογικά αντιφατικός. Γιατί μια τέτοια άποψη θα σήμαινε ότι ο αιώνιος Θεός δημιούργησε έναν αιώνιο κόσμο, δηλαδή έναν άλλο Θεό κατά φύση, πράγμα που οδηγεί στην πλήρη απόρριψη τού δόγματος της δημιουργίας «εκ του μηδενός» και την ίδια στιγμή στην κατάργηση της διαφοράς ανάμεσα στα κτιστά και άκτιστα όντα ? μια διαφορά στην οποία επέμενε πάρα πολύ ολόκληρη η πατερική παράδοση.